-
1 περιαρμόζω
A fasten, fit on, Pl.Ax. 366a;τοῖς θυρεοῖς κύκλῳ π. λεπίδα χαλκῆν Plu.Cam.40
;τάφον τινί Philostr.Her.1.2
:—[voice] Pass., of persons, πώγωνας περιηρμος μέναι having them fastened on, Ar.Ec. 274; of things, to be fastened on, ;τῷ πέρατι Antyll.
ap. Orib. 10.19.4;τοῖς σφυροῖς Jul.Or.2.57c
.II intr., fit closely round, Arist.Mech. 854a22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαρμόζω
-
2 προσερείδω
Aπροσήρεικα Plb.1.11.10
,προσερήρεικα Plu.Aem. 19
: [tense] pf. part. [voice] Pass.προσερηρεισμένος Hp.Art.78
, Arist.Mech. 853a35: — plant or set firmly against,κλίμακας τείχει Plb.4.19.3
, cf. 5.60.8, Plu.Arat.7;πηλὸν τοίχοις Id.2.983b
; ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν fixed it firmly, Arist.PA 695a11; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν make it bounded by the O., Plu.2.332a;τὸ βλέμμα π. τινί Hld.1.21
:—[voice] Pass., of a bandage, Gal.14.793.2 thrust violently against,τὰς λόγχας πρός τι Plb.15.33.4
;τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plu.Aem. 19
;τῷ τόπῳ ξύλον POxy.69.3
(ii A.D.); give additional force, Ascl. Tact.7.4.II [voice] Med., lean upon,τοῖς γόνασι τὴν κεφαλήν J.AJ8.13.6
.III intr., fix itself,πρὸ τοῦ τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῖσαι Plb.6.25.5
; press against, Ph.Bel.67.31;π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Plb.13.7.10
; besiege,παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ακράγαντα Id.1.17.8
, cf. 1.11.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσερείδω
-
3 κατερέφω
A cover over, roof,τὰς σκηνὰς κλήμασιν Plu.Caes.9
;ἀλλήλους τοῖς θυρεοῖς Id.Ant.49
:—[voice] Med., roof over for onesclf or what is one's own, ;ὡς ὅτε τις κεράμῳ κατερέψεται ἑρκίον ἀνήρ A.R.2.1073
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατερέφω
-
4 προσαναπαύω
A cause to rest also or beside,τὴν δύναμιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας Plb.4.73.3
;τὴν χεῖρα τῇ γαστρί τινος J.AJ 20.2.1
.II [voice] Med. or [voice] Pass., sleep beside,τῇ γυναικί Nicostr.
ap. Stob. 4.23.65.2 rest by leaning upon,δένδροις Str.16.4.10
;τοῖς θυρεοῖς Plu.Sull.28
; rest upon, Sor.1.7, 100; of a shipwrecked sailor, cling to a plank, Favorin.in PVat.11.23.36.3 of words in a sentence, to be otiose, D.H.Dem.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαναπαύω
См. также в других словарях:
περιαρμόζω — Α 1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.) 2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές 3. μέσ. περιαρμόζομαι φορώ 4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο… … Dictionary of Greek